- υπέρβιος
- -ον, Α1. πάρα πολύ δυνατός («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», Πίνδ.)2. υπέρμετρος, αδιάντροπος, αχαλίνωτος («ὑπέρβιον ὕβριν», Ομ. Οδ.)3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρβιοναδιάντροπα, ασυγκράτητα.επίρρ...ὑπερβίως Αασυγκράτητα, αδιάντροπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -βιος (< βία), πρβλ. ἀντί-βιος].
Dictionary of Greek. 2013.